χερικός

χερικός
-ή, -όν, ΜΑ [χέριον]
αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χερικὴ ἐργασία», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χερικό — το, Ν 1. έναρξη ενέργειας ή έργου («εγώ τού έκανα σήμερα χερικό» εγώ ήμουν ο πρώτος πελάτης) 2. φρ. α) «καλό [ή κακό] χερικό» ευοίωνη [ή δυσοίωνη], γούρικη [ή γρουσούζικη] αρχή β) «βάζω [ή τού βάζω] χερικό» i) αρχίζω να καρπώνομαι, να νέμομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”